έλλαμψη

έλλαμψη
η
1. λάμψη, ακτινοβολία, φωτισμός.
2. μτφ., ενθουσιασμός, έκσταση, φωτισμός της ψυχής από το Θεό: Κατάλαβα πως ήρθε σ' εμένα η υπέρτατη έλλαμψη (Ζ. Παπαντωνίου).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έλλαμψη — η (AM ἔλλαμψις) 1. ακτινοβολία, λάμψη 2. ενθουσιασμός, έκσταση νεοελλ. στη μεταφυσική ψυχοβιολογία η απόκτηση υπερανθρώπινων ιδιοτήτων μσν. ακτινοβολία θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • ἐλλάμψῃ — ἐλλάμψηι , ἔλλαμψις shining fem dat sg (epic) ἐλλάμπω shine aor subj mid 2nd sg ἐλλάμπω shine aor subj act 3rd sg ἐλλάμπω shine fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”