- έλλαμψη
- η1. λάμψη, ακτινοβολία, φωτισμός.2. μτφ., ενθουσιασμός, έκσταση, φωτισμός της ψυχής από το Θεό: Κατάλαβα πως ήρθε σ' εμένα η υπέρτατη έλλαμψη (Ζ. Παπαντωνίου).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.